καλοδούλευτος

καλοδούλευτος
-η, -ο
1. ο καλά κατεργασμένος
2. αυτός που κατεργάζεται, που δουλεύεται εύκολα
3. ο καλοδουλευτής.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • καλοδούλευτος, -η — ο εκείνος που δουλεύεται καλά, ο πρόσφορος σε καλή εργασία: Το ξύλο αυτό είναι καλοδούλευτο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • καλ(ο) — (AM καλ[ο]·) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι στο σύνολό τους σχεδόν προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β συνθετικό, πρβλ. καλό καρδος, καλο τάξιδος) με… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”